Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αν και πολύ γέρων

  • 1 ενθυμούμαι

    (ε) μετ.
    1) помнить; не забывать;

    δεν το ενθυμούμαι καθόλου — я об этом совсем не помню;

    άν καλώς ενθυμούμαι — если мне память не изменяет;

    καθ' όσον ενθυμ... — насколько мне помнится...;

    2) помнить, вспоминать;
    δεν μπορώ να ενθυμηθώ το όνομά του не могу вспомнить его имени; 3) иметь хорошую память;

    αν και πολύ γέρων ενθυμείται καλά — несмотря на то, что он очень стар, помять у него хорошая

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενθυμούμαι

См. также в других словарях:

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • παλαίφατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος από την Άβυδο, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπήρξε φίλος του Αριστοτέλη. Δεν σώζονται παρά αποσπάσματα από τα έργα του Κυπριακά, Δηλιακά, Αττικά, Αραβικά και Τρωικά. 2. Περιπατητικός… …   Dictionary of Greek

  • δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… …   Dictionary of Greek

  • σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»